- φουρτούνα
- [фуртуна] ουσ Θ. буря, шторм, несчастье, беда,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φουρτούνα — φουρτούνα, η και φορτούνα, η (λ. λατ.) 1. τρικυμία, θαλασσοταραχή, κακοκαιρία, μανιασμένη θάλασσα: Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται (παροιμ.). 2. κακοκαιρία, θύελλα, ανεμοζάλη. 3. μτφ., μεγάλη περιπέτεια, δυστυχία, συμφορά: Μας βρήκαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρτούνα — και φορτούνα, η, Ν 1. τρικυμία, θαλασσοταραχή 2. κακοκαιρία, θύελλα 3. μτφ. άσχημη περιπέτεια, κακοτυχία (α. «φουρτούνα που μάς βρήκε» β. «πέρασε μεγάλη φουρτούνα τον περασμένο μήνα») 4. φρ. α) «φουρτούνα στα μπατζάκια σου» αλίμονό σου, τί σέ… … Dictionary of Greek
κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… … Dictionary of Greek
φουρτουνιάζω — Ν [φουρτούνα / φορτούνα] 1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης 2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης 3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, η, ο α) τρικυμιώδης, θυελλώδης β) μτφ. i)… … Dictionary of Greek
фуртуна — буря , укр. хвортуна – то же, кроме этого только др. русск. фуртуна, Хожд. Зосимы 3, хортуна, Путеш. Лукьянова 138, 237, фуртовина, Афан. Никит. 10. Скорее через ср. греч. φουρτοῦνα буря , чем непосредственно из ит. fortuna (di mаrе); см. Фасмер … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αλογοφουρτούνα — η 1. βίαιη και σφοδρή κίνηση τού αλόγου επάνω στο οποίο επιβαίνει κανείς 2. σφοδρή τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φουρτούνα] … Dictionary of Greek
θαλασσοταραχή — η ταραχή τής θάλασσας, τρικυμία, φουρτούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ταραχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
καλοφούρτουνος — η, ο καλότυχος, καλορίζικος, τυχερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φουρτούνα < ιταλ. fortuna < λατ. fortuna «καλή τύχη»] … Dictionary of Greek
καπετάνιος — και καπετάνος και καπεταναίος, ο (Μ καπετάνιος και καπετάνος και καπεταναΐος και καπετάνης) 1. αρχηγός σώματος ενόπλων, οπλαρχηγός 2. οδηγός, ηγέτης νεοελλ. 1. κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος 2. παροιμ. «ο καλός καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται»… … Dictionary of Greek
κλυδωνίζομαι — (AM κλυδωνίζομαι) [κλύδων] 1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί») 2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή… … Dictionary of Greek
κλυδωνισία — κλυδωνισία, ἡ (Μ) θαλασσοταραχή, φουρτούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυδωνίζομαι + κατάλ. σία (πρβλ. δοξα σία, παρασκευα σία)] … Dictionary of Greek